-
1 πονηρος
I.I31) плохой, дурной, скверный(πράγματα Thuc.; σῶμα и ἕξις σώματος Plat.)
πονηρὰ ἀρχή Aeschin. — плохое начало2) негодный, испорченный(τροφή Plat.)
3) бесчестный, низкий, подлый(τὰ ἔργα Plat.; ἀνήρ Soph.)
4) злой, враждебный(τοῖς φίλοις, πρὸς ἀλλήλους Xen.)
5) трусливый, малодушныйIIὅ1) негодяй, мошенник, плутπ. κἀκ πονηρῶν Arph. — мошенник из мошенников;
πόνῳ π. Arph. — злостный негодяй2) лукавый, т.е. дьяволII.3атт. v. l. = πονηρός См. πονηρος I, 1
См. также в других словарях:
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek